ΓΙΟΡΤΑΖΟΥΜΕ ΤΟ «ΟΧΙ»
Εστολίσαμε την τάξη
με της δάφνης τα κλωνάρια
να γιορτάσουμε και φέτος
τα γενναία παλικάρια.
Εστολίσαμε την τάξη
Με ωραία σημαιάκια
Και γιορτάζουμε το ΌΧΙ
Του σχολείου μας τα παιδάκια.
Ζήτω ζήτω του σαράντα
Η γενιά η τιμημένη,
Που στη μνήμη της πατρίδας
Αλησμόνητη θα μένει.
Στον τσολιά και στον φαντάρο
Η εικοστή ογδόη ανήκει
Γιατί αυτοί μας εχαρίσαν
Με το αίμα τους τη νίκη.
ΑΣΠΡΟΓΑΛΑΝΟ ΠΑΝΙ
Mιλούσανε δυο νεράιδες:
— Τι σημαία να δώσουμε σ’ αυτή τη χώρα; είπαν κι έδειξαν την Ελλάδα.
— Ας ρωτήσουμε την ίδια, είπε η μια.
— Ας ρωτήσουμε, συμφώνησε και η άλλη.
Βρήκαν την Ελλάδα να λούζεται σε μια καταγάλανη θάλασσα και να στεγνώνει κάτω από έναν ολόλαμπρο ήλιο.
— Κυρά, κυρά αρχόντισσα, κυρά μας παινεμένη, Ελλάδα δοξασμένη, τι χρώμα θέλεις να ‘χει η σημαία σου;
— Να ρωτήσω τα παιδιά μου, είπε η Ελλάδα.
Τα μισά παιδιά της ζούσαν στη στεριά, παιδεύονταν με τη γη και τα βουνά.
— Κυρά, κυρά αρχόντισσα, κυρά μας παινεμένη, Ελλάδα δοξασμένη, σκληρός ο τόπος. Και η δουλειά σκληρή. Μα άσπρα περιστέρια οι ψυχές μας. Γι΄ αυτό άσπρη, ολόασπρη τη θέμε* τη σημαία μας.
Τα ‘γραψε τα λόγια αυτά σε χρυσόδετο τεφτέρι η Ελλάδα.
— Ας πάω τώρα να ρωτήσω και τ’ άλλα μου παιδιά, τα παιδιά της θάλασσας, είπε η Ελλάδα.
Τα βρήκε να παλεύουν με τα δίχτυα. Να τα τραβούν με κόπο, γιατί ήταν γιομάτα απ’ ασημένια λαχταριστά ψάρια.
— Κυρά, κυρά αρχόντισσα κυρά μας παινεμένη, Ελλάδα δοξασμένη, εμάς οι ψυχές μας είναι δοξασμένες στο γαλανό νερό. Τούτη η θάλασσα η μεγάλη, που μας δίνει χαρά και ζωή, θέλουμε να χωρέσει τη σημαία μας.
Τα ‘γραψε και τούτα τα λόγια η Ελλάδα σε χρυσόδετο τεφτέρι και το ‘δωσε, το τεφτέρι, στις νεράιδες.
— Έτσι να γίνει, είπαν εκείνες.
Και τότε μέσα από την αφρισμένη θάλασσα βγήκε τ’ ασπρογάλανο πανί κι απλώθηκε σε ουρανό και γη. Κείνη την ώρα ο ήλιος άστραψε, έσκυψε, φίλησε το πανί και το φίλημά του έγινε ένας ολόχρυσος σταυρός.
— Η σημαία μας, είπε η Ελλάδα. Η σημαία για τα παιδιά της στεριάς, για τα παιδιά της θάλασσας.
28η Οκτωβρίου 1940 στο Νηπιαγωγείο μας